- νεωτεροποιόν
- νεωτεροποιόςinnovatingmasc/fem acc sgνεωτεροποιόςinnovatingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτεροποιός — νεωτεροποιός, όν (Α) 1. αυτός που νεωτερίζει, που διενεργεί επαναστατικές κινήσεις, στασιαστικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεωτεροποιόν (στη ρητορική) νεωτερισμός στη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώτερος + ποιός*] … Dictionary of Greek